ηλεκτρόφωνο

ηλεκτρόφωνο
Συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση την ενίσχυση και την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους βινυλίου. Το η. αποτελείται βασικά από έναν κινητήρα για την περιστροφή του δίσκου, σύστημα βραχίονα και κεφαλής με μεταλλική ή αδαμάντινη βελόνα που μεταβιβάζει τα ασθενή ρεύματα από τους κραδασμούς σε ενισχυτή ακουστικών συχνοτήτων και ένα ή περισσότερα ηλεκτροδυναμικά μεγάφωνα (ηχεία). Διαφέρει από το γραμμόφωνο κατά το ότι οι μηχανικές ταλαντώσεις της βελόνας μετασχηματίζονται σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Ο βραχίονας του η. παρακολουθεί το αυλάκι που έχει χαραχτεί πάνω στον δίσκο και οι ταλαντώσεις της βελόνας μεταδίδονται σε ένα ηλεκτρομηχανικό σύστημα που τις μετατρέπει σε εναλλασσόμενο ρεύμα πριν οδηγηθούν στον ηλεκτρονικό ενισχυτή χαμηλής συχνότητας. Τα η. έχουν απόδοση αναπαραγωγής πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι τα γραμμόφωνα και μπορούν να κατασκευαστούν έτσι ώστε να αναπαράγουν μονοφωνικές ή στερεοφωνικές αποκλειστικά γραμμοφωνικές ηχογραφήσεις. Σήμερα η χρήση τους έχει ριζικά περιοριστεί και τη θέση τους έχουν πάρει οι συσκευές αναπαραγωγής ψηφιακών δίσκων (CD players). Στη χώρα μας, οι συσκευές αυτές έγιναν γνωστές ως πικάπ, από την αντίστοιχη αγγλική λέξη που δηλώνει την κίνηση του βραχίονα του η.
* * *
το
τεχνολ. ενιαίο σύνολο που περιλαμβάνει συσκευή περιστροφής δίσκων, ενισχυτή και ένα ή περισσότερα μεγάφωνα, τα οποία συχνά μπορούν να αποσπώνται από τη συσκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. electrophone < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + -phone (πρβλ. -φωνο < φωνή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρόφωνο — το ηλεκτροακουστική συσκευή που αναπαράγει με ηλεκτρομηχανικές μεθόδους ήχους γραμμένους σε δίσκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”